λαιφάσσω

λαιφάσσω
λαιφάσσω,
A = λαφύσσω, Nic.Th.477.
II = ψηλαφάω, Cyr.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] …   Dictionary of Greek

  • λαιφάξῃ — λαιφάσσω aor subj mid 2nd sg λαιφάσσω aor subj act 3rd sg λαιφάσσω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιφάσσονται — λαιφάσσω pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιφάσσοντες — λαιφάσσω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”