λαιφάσσω
Look at other dictionaries:
λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] … Dictionary of Greek
λαιφάξῃ — λαιφάσσω aor subj mid 2nd sg λαιφάσσω aor subj act 3rd sg λαιφάσσω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιφάσσονται — λαιφάσσω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιφάσσοντες — λαιφάσσω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)